- πιλοτάρισμα
- το, Ν1. ναυτ. το σύνολο τών χειρισμών, με τους οποίους ένα πλοίο εκτελεί τους απαραίτητους ελιγμούς κατά την κίνησή του μέσα σε λιμάνια ή διώρυγες2. (αεροπ.) η διακυβέρνηση αεροσκάφους κατά τη διάρκεια τής πτήσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιλοτάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα].
Dictionary of Greek. 2013.